- θεηκόρος
- θεηκόρος, ὁ,= -κόλος, Ap.Ty.Ep.26tit.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεηκόρος — θεηκόρος, ὁ (Α) θεηκόλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρ. τού θεηκόλος*] … Dictionary of Greek
θεηκόροις — θεηκόρος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek